-
1 αιμορραγία
[эморрагиа] ουσ. Θ. кровотечение, кровоизлияние,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιμορραγία
-
2 кровоизлияние
кровоизлияние с η αιμορραγία· внутреннее \кровоизлияние η εσωτερική αιμορραγία* * *сη αιμορραγίαвну́треннее кровоизлия́ние — η εσωτερική αιμορραγία
-
3 кровотечение
кровотечение с το μάτωμα· η αιμορραγία· остановить \кровотечение σταματώ την αιμορραγία* * *сτο μάτωμα; η αιμορραγίαостанови́ть кровотече́ние — σταματώ την αιμορραγία
-
4 кровь
кровь ж το αίμα· остановить \кровь σταματώ την αιμορραγία* * *жτο αίμαостанови́ть кровь — σταματώ την αιμορραγία
-
5 кровоизлияние
крово||излияниес мед. ἡ αίμορραγία, ἡ αίμόρρυση [-ις], ἡ αίμόρροια:\кровоизлияние в мозг ἡ ἐγκεφαλική αἰμορραγία. -
6 кровотечение
кровотечениес ἡ αίμορραγία, ἡ αίμόρροια, ἡ αίμόρρυση [-ις]:\кровотечение из носа ἡ ἐπί-σταξη, ἡ αίμορραγία τής μύτης. -
7 кровоизлияние
-я ουδ.αιμορραγία, αιμόρροια•кровоизлияние мозга εγκεφαλική αιμορραγία.
-
8 геморрагия
мед. η αιμορραγία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геморрагия
-
9 кровоизлияние
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровоизлияние
-
10 кровотечение
η αιμορραγία. - из носа η ρινορραγία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровотечение
-
11 изойти
изойти́сов:\изойти слезами μαυρίζω στό κλάμα, λυώνω στά δάκρυα· \изойти кровью χάνω πολύ αίμα, ἐξαντλιέμαι ἀπ· τήν αίμορραγία. -
12 истекать
истекатьнесов (кончаться) λήγω, τελειώνω· ◊ \истекать кровью αίμορραγώ, ἐξαν-τλοῦμαι ἀπό αίμορραγία. -
13 исходить
исходить I1 сов (обойти много мест) διατρέχω, γυρίζω, περιοδεύω (μέ τά πόδια).исходить IIнесов1. (происходить, иметь источником) πηγάζω, προέρχομαι, ξεκινάω, βγαίνω·2. (основываться на чем-л.) βασίζομαι σέ κάτι, ξεκινώ· 3.:\исходить кровью ἐξαντλούμαι ἀπό τήν αἰμορραγία, χάνω πολύ αίμα· \исходить слезами ἀναλύομαι σέ δάκρυα. -
14 унимать
униматьнесов1. καθησυχάζω (μετ.), κατευνάζω, καταπραΰνω (успокаивать)/ κάνω νά σωπάσει, ἐπιβάλλω σιωπήν (заставлять замолчать)·2. (прекращать, останавливать) παύω, σταματώ (μετ.):\унимать кровотечение σταματώ τήν αἰμορραγία. -
15 кровоизлияние
[κραβαιζλιγιάνιιε] ουσ. ο. αιμορραγία -
16 кровоизлияние
[κραβαιζλιγιάνιιε] ουσ ο αιμορραγία -
17 изойти
-
18 истечь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. истек-екла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. исткеший κ. παλ. истекший ρ.σ.1. παλ. εκρέω, τρέχω, πηγαίνω•гной истёк из раны πύο έτρεξε από την πληγή.
|| μτφ. βγαίνω, εμφανίζομαι.2. τελειώνω, λήγω, περνώ, εκπνέω, διαρρέω•время -ло χρόνος (χρονικό όριο)πέρασε.
3. εξαντλούμαι από την εκροή•я истёк кровью εξαντλήθηκα από την αιμορραγία•
слюной ξεσαλιώνομαι, δε μου μένει σάλιο στο στόμα.
-
19 кровотечение
-я ουδ.αιμορραγία•кровотечение из носа ρινορραγία.
-
20 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἱμορραγία — αἱμορραγίᾱ , αἱμορραγία haemorrhage fem nom/voc/acc dual αἱμορραγίᾱ , αἱμορραγία haemorrhage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγίᾳ — αἱμορραγίᾱͅ , αἱμορραγία haemorrhage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
αιμορραγία — η (ιατρ.), το χύσιμο αίματος εξαιτίας διάρρηξης αγγείων του σώματος: Από το χτύπημα έπαθε εσωτερική αιμορραγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱμορραγίας — αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem acc pl αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγίαι — αἱμορραγίᾱͅ , αἱμορραγία haemorrhage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγίαν — αἱμορραγίᾱν , αἱμορραγία haemorrhage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγιέων — αἱμορραγία haemorrhage fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγιῶν — αἱμορραγία haemorrhage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγίαις — αἱμορραγία haemorrhage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγίη — αἱμορραγία haemorrhage fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)